- μυκτηρόθεν
- μυκτηρ-όθεν, Adv.A out of the nose, AP10.75 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυκτηρόθεν — (Α) επίρρ. από τους μυκτήρες, από τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκτήρ, ῆρος «ρουθούνι» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μητρό θεν)] … Dictionary of Greek
μυκτηρόθεν — out of the nose indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)